Πολιτική υπευθυνότητα και σοβαρότητα ζήτησε η βουλευτής κ. Ασημίνα Σκόνδρα, μιλώντας από το βήμα της Βουλής στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, επειδή, όπως τόνισε, οι αλλαγές αφορούν κυρίως τις επόμενες γενεές και η ευθύνη είναι μεγάλη. Μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Ξεκινάμε σήμερα την κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, μια κυρίως πολιτική διαδικασία, που την συντάσσει η εθνική αντιπροσωπεία και την εφαρμόζει η εκτελεστική εξουσία.
Το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι ο καταστατικός χάρτης, επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη, την οργάνωση και τους βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών.
Η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος, από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, αποτέλεσε την κορωνίδα της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας, σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης. Από τότε στην πατρίδα μας, έχουν πραγματοποιηθεί 13 αναθεωρήσεις.
Καλούμαστε πια, ως αναθεωρητική Βουλή, να τροποποιήσουμε μία σειρά από άρθρα, όπως αυτά πέρασαν από την προτείνουσα Βουλή, που θυμίζω είχε ασχοληθεί με 154 άρθρα, διατάξεις και παραγράφους προς αναθεώρηση. Από αυτές τις 154 ωστόσο, τελικά οι 49 πήραν τον απαιτούμενο αριθμό των ψήφων, ώστε να είναι προς αναθεώρηση.
Θέλω να σταθώ λίγο σε αυτό το σημείο, διότι η τότε πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε απαγορευτικά τα πεδία της αναθεωρητικής διαδικασίας, υποκύπτοντας σε ιδεοληψίες και στείρες πολιτικές αντιλήψεις. Υπήρξε πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, να ανοίξουμε τη συζήτηση για όλα τα άρθρα και να αφήσουμε την Αναθεωρητική Βουλή, που θα προέκυπτε μετά τις εκλογές, να αποφασίσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε ενάντια σε αυτό, στρέφοντας το βλέμμα μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των επόμενων γενεών, στερώντας την δυνατότητα να εκσυγχρονίσουμε, κομμάτια του Συντάγματος, σχετικά με την εθνική οικονομία, την αναπτυξιακή πολιτική, την θωράκιση της σύγχρονης πολιτιστική μας ταυτότητα και της Ελληνικής γλώσσας, όπως και την βελτίωση της λειτουργίας του κράτους και της επιβολής κανόνων Καλής Νομοθέτησης. Άρα, τα 10 χρόνια κρίσης δεν ήταν αρκετά να ωριμάσουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πιστεύω ακράδαντα πως η αναθεωρητική διαδικασία είναι μία λεπτή διαδικασία, που οφείλει να διενεργείται με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της, πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κομματική ιδεοληψία και μικροπολιτική σκέψη.
Αναφέρομαι σε ένα κλίμα πολιτικής υπευθυνότητας και σοβαρότητας, που πρέπει να επικρατήσει, διότι οι αλλαγές που καλούμαστε να διατυπώσουμε, αφορούν τις μελλοντικές γενιές,όταν εμείς θα έχουμε ουσιαστικά πάψει να βρισκόμαστε σε αυτά τα έδρανα. Είναι τουλάχιστον τραγικό, να χάνονται λοιπόν ιστορικές ευκαιρίες να αλλάξουμε πράγματα προς το καλύτερο. Και αυτό σας χρεώνεται και θα σας βαραίνει κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, το άρθρο 16, δηλαδή η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων υπό την εποπτεία του κράτους.Η Νέα Δημοκρατία, τότε ως αντιπολίτευση, είχε εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματα. Δυστυχώς οι ιδεολογικές αγκυλώσεις σας συνοψίστηκαν σε μία στείρα άρνηση, την οποία επί της ουσίας δεν μπορείτε και να δικαιολογήσετε.
Όταν σε όλο τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο, λειτουργούν μη κρατικά ιδρύματα, που συνεισφέρουν δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, στους κρατικούς τους προϋπολογισμούς, εμείς στην Ελλάδα θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον πέντε χρόνια για νέα προτείνουσα και άλλα πέντε χρόνια για αναθεωρητική Βουλή, συν την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, οπότε τουλάχιστον μία ακόμη δεκαετία χαμένη.
Είναι τραγικό να μας προσπερνάει, η νέα διεθνή εκπαιδευτική αγορά των 30 δις ευρώ, που αυξάνεται ετησίως κατά 7%, δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη για τα ΑΕΠ που την αξιοποιούν. Όσο για την υποβάθμιση, που ακούσαμε πριν λίγο από την αντιπολίτευση, έχω την άποψη, ότι η υποβάθμιση και η απαξίωση, επέρχεται, όταν τα πανεπιστήμια καταλαμβάνονται και κρατούνται, με την ανοχή ορισμένης πτέρυγας της Βουλής, από ταραχοποιούς, μπαχαλάκηδες, κουκουλοφόρους και κατασκευαστές μολότοφ.
Αντίστοιχα, χάθηκε και η ευκαιρία να τροποποιήσουμε το άρθρο 24, για να δημιουργήσουμε περιβαλλοντικά ισοδύναμα, που τόσο ανάγκη έχει η χώρα μας.
Ωστόσο δεν θα σταθώ περαιτέρω στα εμπόδια, που έβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κοιτάει μπροστά και παρά τις χαμηλές προσδοκίες, που είχαν δημιουργηθεί, επέτυχε στο πλαίσιο των πραγματικών δυνατοτήτων, μία σημαντική ανατροπή, ζωντανεύοντας την αναθεωρητική διαδικασία.
Συνοψίζω, τονίζοντας ότι οι προς αναθεώρηση διατάξεις, όπως αποφασίστηκαν από την προαναθεωρητική Βουλή, δεν αποτελούν το σύνολο όσων θα επιφέρουν ριζικές τομές στη λειτουργία του κράτους μας. Όμως, για όσες διατάξεις είναι προς αναθεώρηση, πραγματοποιήθηκε πλούσιος και εποικοδομητικός διάλογος καθώς αυτό αρμόζει σε μία κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, όπως είναι η παρούσα.
Μεταξύ άλλων, τα πιο καίρια σημεία είναι στο άρθρο 21, όπου προτείνεται ένα Σύστημα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος για τη στήριξη της Ελληνικής Οικογένειας. Στο άρθρο 68, όπου επιτυγχάνεται η αναβάθμιση του Ελληνικού Κοινοβουλίου για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής από τη μειοψηφία. Μία μεγάλη και τολμηρή παραχώρηση της ΝΔ προς την σημερινή αντιπολίτευση.
Αυστηροποιείται η Ασυλία του Βουλευτή κατά το άρθρο 62 και καταργείται η προθεσμία απόσβεσης για την παραγραφή ποινικών αδικημάτων των Υπουργών.
Διαχωρίζεται ομοφώνως η διαδικασία εκλογής ΠτΔ από τις βουλευτικές εκλογές, κατά το άρθρο 32 και έτσι παύει η αστάθεια του πολιτικού συστήματος και η ομηρία της εκάστοτε κυβέρνησης. Τέλος, στο άρθρο 54,γίνεται προσπάθεια να διευκολυνθεί η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού, ώστε το ελληνικό κοινοβούλιο να εκπροσωπεί ολόκληρο το Έθνος και τον Ελληνισμό απανταχού της γης.
Η Αναθεώρηση του Συντάγματος είναι μία ιδανική ευκαιρία, να επαναφέρουμε την πατρίδα μας στην κανονικότητα, να εκσυγχρονίσουμε το κράτος, να ανασυγκροτήσουμε την εθνική μας οικονομία και να χαρίσουμε στη Χώρα μας πάλι μια ισχυρή φωνή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και έναν νέο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη γειτονία μας. Όλες και όλοι μας οφείλουμε να πράξουμε το χρέος μας, κυρίως απέναντι στις επόμενες γενιές, που θα είναι και κατά κύριο λόγο, αυτές που θα κληθούν να πάνε τη χώρα ακόμη πιο μπροστά.
Έχοντας αυτό στο μυαλό μου, ομολογώ ότι ως Βουλευτής αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή και τύχη που συμμετέχω σε αυτή τη σπάνια κοινοβουλευτική διαδικασία, και ακριβώς διότι είναι κορυφαία, σπάνια και καθοριστική για το μέλλον της πατρίδας και των Ελλήνων, αισθάνομαι μεγάλο το βάρος της ευθύνης. »